- χαρακοποιία
- χᾰρᾰκο-ποιία, ἡ,A making of a vallum, Plb.6.34.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαρακοποιΐα — ἡ, Α [χαρακοποιοῡμαι] κατασκευή χαρακώματος, ιδίως για την οχύρωση στρατοπέδου … Dictionary of Greek
χαρακοποιίας — χαρακοποιίᾱς , χαρακοποιία making of a vallum fem acc pl χαρακοποιίᾱς , χαρακοποιία making of a vallum fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)